Θα πρέπει να ήταν περίπου 7 το απόγευμα. Το λέω γιατί ο
ήλιος είχε πέσει τόσο χαμηλά ώστε μόλις να φωτίζει, αλλά ο μήνας ήταν Σεπτέμβριος.
Του 1998. Είμαι μαζί με τον συνάδελφο και φίλο Γιώργο Μηλιώνη και απέναντί μας κάθεται
κάποιος που μόλις τότε ανακάλυπτα.
Στην καρέκλα του διευθυντή του Εν Λευκώ, τότε στη συχνότητα
94,4, βρίσκεται ο Αλέξανδρος Γιώτης. Ολίγον κουρασμένος, ολίγον εξαντλημένος,
ολίγον πιωμένος. Αυτό το τελευταίο ολίγον είναι δύσκολο για την κουβέντα που
έχουμε πιάσει. Άρα έρχεται και η εντολή στον μικρότερο της παρέας, εμένα δηλαδή,
να πάει να αγοράσει το κατάλληλο φάρμακο.
«Πάρε 10.000 δραχμές και φέρε μου μια πέρδικα!» Σκέφτομαι
ακόμα και χαμογελώ, πως δεν ήξερα τότε ποία ήταν η … πέρδικα! Μου εξήγησε και
πήγα.
Ο Αλέξανδρος Γιώτης έχει ένα από τα πιο αινιγματικά μούτρα
που μπορεί να βρει κανείς. Το γεγονός ότι το φως έπεφτε περίεργα στο δωμάτιο έκανε
ακόμα πιο πειστική αυτή την παρατήρηση. Οι γραμμές στο μέτωπό του δεν ξέρεις αν
σημαίνουν απορία, θυμό, αμφισβήτηση ή , ακόμα χειρότερα, αδιαφορία. Μετά από
1,5 μήνα στον Εν Λευκώ έχω σταματήσει πλέον να τον ρωτάω τι εννοεί. Σκέφτομαι
πως αν είναι να κάνω μαλακία, ή θα βαρεθεί να μου μιλήσει, άρα δεν θα είναι και
πολύ χοντρή, ή θα με στείλει στον διάολο, άρα γιατί να καρφώνομαι από μόνος
μου;
Φέρνω το Famous Grouse και το ξεκινάμε…
2 ώρες μετά, εγώ έχω αργήσει να πάω σπίτι, ο Γιώργος
ετοιμάζεται να μπει για εκπομπή και ο Αλέξανδρος δεν δείχνει να έχει καμία διάθεση να
φύγει. Άλλωστε το σπίτι του είναι 20 μέτρα παρακάτω. Είναι, σα να λέμε, στην
αυλή του.
Όμως ο Εν Λευκώ του 1998, ήταν μια παρέα στην αυλή. Έτσι
αισθανόμασταν όσοι κάναμε εκπομπή εκεί ( με την εξαίρεση… κάποιων από το περιοδικό
Ήχος – όσο και αν φαίνεται περίεργο αυτό). Μια παρέα εμείς, μια παρέα και οι
ακροατές μας.
Ο Κώστας Καββαθάς μας έχει βάλει στο ρετιρέ του κτηρίου των
Τεχνικών Εκδόσεων. Απέναντί μας είναι το μεγάλο οικόπεδο της ΠΥΡΚΑΛ και η
Γυμναστική Ακαδημία. Το στούντιο είναι στην πραγματικότητα ένα υπνοδωμάτιο που
έχει κονσόλα, τραπέζι και 4 μικρόφωνα, και είναι τίγκα στα Ρικοφόν ( τα
Ρικουφών που έλεγε και ένας φίλος) για ηχομόνωση.
Στην πραγματικότητα το στούντιο αυτό λίγο διαφέρει από τον
χώρο που «έβγαινε» το πειρατικό Studio Fantasy που μαζί με άλλους φίλους (τότε –χαμένοι σήμερα) είχαμε
στήσει το 1986 στους 100 μεγάκυκλους.
Ο Αλέξανδρος Γιώτης έβγαινε και αυτός ως πειρατής το 1986.
Σε άλλο επίπεδο όμως. Εμείς για γκόμενες, αυτός για την Ελευθερία του Λόγου στο
«Κανάλι 15».
30
Μαρτίου του 1986. Το «Κανάλι 15»
είναι στον αέρα. Οι συντελεστές της «Ομάδας Πρωτοβουλίας για την Ελεύθερη
Ραδιοφωνία» με πρωτεργάτη τον Ρούσσο Κούνδουρο δοκιμάζουν στην πράξη την
υλοποίηση των διακηρύξεών τους. Είναι 7 το απόγευμα και στους αιθέρες ακούγεται
η φωνή του καθηγητή της Νομικής Φαίδωνα Βεγλέρη. Μιλά για το συνταγματικά
κατοχυρωμένο δικαίωμα της Ελεύθερης Επικοινωνίας. Εκφωνητής είναι ο Αλέξανδρος
Γιώτης, από το σπίτι του οποίου εκπέμπει ο σταθμός. Μια ώρα αργότερα χτυπάει το
κουδούνι. Δεν είναι ο γαλατάς αλλά ο εισαγγελέας Π.Αθανασίου.
Για όσους δεν έμαθαν ή δεν ξέρουν, το να υπάρχει κάτι διαφορετικό
από τα κρατικά ραδιόφωνα ήταν παράνομο περίπου το ίδιο και το 1973 και το 1986.
Περισσότερα από 10 χρόνια Δημοκρατίας είχαν περάσει και τα ραδιοκύματα ήταν
ακόμα αποκλειστική περιουσία του Κράτους!
Δεν θέλω να γράψω εδώ περισσότερα, δεν υπάρχει λόγος.
Ξεκίνησα να γράφω κάτι για τον επαναστάτη που γνώρισα το 1998, όταν έκανα
δοκιμαστικό για τον ραδιοφωνικό σταθμό «Εν Λευκώ». Πήγα με θράσος έκανα έναν,
είμαι σίγουρος, άθλιο «πιλότο», αλλά ο Αλέξανδρος Γιώτης κάτι «είδε» και με
πήρε στο τραίνο του.
Του αναγνωρίζω ότι από την αρχή απαίτησε να του μιλάω στον
ενικό, του οφείλω ότι ασχολήθηκε με εμένα και τις αδυναμίες μου. Του χρωστάω τη
μισή, τουλάχιστο, καριέρα μου στο ραδιόφωνο, του αποδίδω φόρο τιμής για όλα όσα
τόλμησε.
Όταν έφυγε από τον Εν Λευκώ, ο Αλέξανδρος Γιώτης ασχολήθηκε
ακόμα πιο ενεργά με την μαγειρική. Την μεγάλη αγάπη του. Πήγα μερικές φορές στο
μαγαζί του στου Ψυρρή. Λίγο καιρό μετά με φώναξε ο στρατός – οι δρόμοι μας δεν
ξανασυναντήθηκαν. Αυτός δεν έκανε ραδιόφωνο – στην Αθήνα τουλάχιστο. Εγώ πέρασα
από διάφορα μαγαζιά και … ομίλους.
Ο Αλέξανδρος έγραψε βιβλία, έκανε τηλεόραση μαζί με την
κατσαρόλα του, μανατζάρισε μαγαζιά. Η τελευταία δουλειά του ήταν ο Γαστρονόμος
της Καθημερινής. Τα 3 χρόνια πριν το Τέλος τα πέρασε σε έναν αγαπημένο του τόπο
στην Ήπειρο.
Ο χρόνος και οι επιλογές, μας χώρισαν. Έτσι γίνεται συνήθως
με τους ανθρώπους που αγαπάς. Το κακό είναι ότι κάποτε σας χωρίζει οριστικά ο
θάνατος.
Το προηγούμενο Σάββατο ο Αλέξανδρος ταξίδεψε. Στον Θεό; Δεν
ξέρω. Νομίζω πως μου είχε πει πως είναι άθεος.
Έψαξα αυτές τις ημέρες
να βρω ένα ολοκληρωμένο βιογραφικό του – δεν τα κατάφερα. Ούτε εγώ μπορώ να
γράψω. Δεν ξέρω όλους τους σταθμούς του τραίνου της ζωής του.
Μου κάνει εντύπωση πως πουθενά δεν είδα να γράφεται και η
θητεία του στα πρώτα βήματα του Εν Λευκώ. Και με ενόχλησε πως στο site του
εν λόγω ραδιοφώνου δεν γράφτηκε τίποτα.
Αλλά ίσως είμαι υπερβολικός. Άλλωστε από το 1998 μέχρι
σήμερα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Αυτό που με στεναχωρεί περισσότερο από όλα είναι ότι από τους λίγους ανθρώπους που γνώρισα και αγάπησα στον Εν Λευκώ, σήμερα «λείπουν» ήδη ο Τάσος Φαληρέας, ο Κώστας
Γεωργίου και τώρα ο Αλέξανδρος Γιώτης.
Με θυμώνει που δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να τους μιλήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου